- πάμφι
- πάμφι (Α)(κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι».[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. -φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσ-φι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάμφι — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] … Dictionary of Greek